ίζημα

ίζημα
τό
1) хим. осадок, отстой; 2) геол оседание, отложение; 3) геол окаменелость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ίζημα" в других словарях:

  • ἵζημα — subsidence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …   Dictionary of Greek

  • ίζημα — το, ατος 1. κατακάθισμα, κατακάθι: Ίζημα ανθρακικού ασβεστίου. 2. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιοχημικό ίζημα — Ίζημα που σχηματίζεται σε κάποια λεκάνη της Γης με τη συμμετοχή του οργανικού κόσμου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, για παράδειγμα, οι ασβεστόλιθοι, ένα πέτρωμα που σχηματίζεται από το ανθρακικό ασβέστιο που περιέχουν τα κελύφη των νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • πυριτική γη — Ίζημα από άμορφο πυριτικό οξύ, που προέρχεται από υπολείμματα ακτινοζώων (radiolaria), διατόμων και άλλων μικροοργανισμών, των οποίων τα κελύφη αποτελούνται από πυριτικό οξύ. Ανάλογα με την προέλευσή της, η π.γ. ονομάζεται τριπολίτιδα γη, γη… …   Dictionary of Greek

  • ἱζήματα — ἵζημα subsidence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κλαστικός — ή, ό [κλω] 1. αυτός που γίνεται με θραύση ή κατά τμήματα 2. φρ. α) ανατ. «κλαστική ανατομία» αναπαράσταση τού σώματος τού ανθρώπου με τεχνητούς πίνακες που λύνονται, τεμαχίζονται, για να φαίνονται κάτω από τα αφαιρούμενα τεμάχια τα διάφορα μέλη ή …   Dictionary of Greek

  • σιαλοτρυγία — η, Ν ιατρ. ίζημα κίτρινου χρώματος, τρυγία που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + τρυγία «ίζημα, κατακάθι»] …   Dictionary of Greek

  • διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»